- ζορμπαλίκι
- το произвол;насилие;
με το ζορμπαλίκι — произвольно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
με το ζορμπαλίκι — произвольно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζορμπαλίκι — το ιού (λ. τουρκ.) 1. αυθαιρεσία: Μπήκαν μέσα με το ζορμπαλίκι τους. 2. αυταρχικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζορμπαλίκι — το 1. αυθαιρεσία, βιαιότητα, τυραννική συμπεριφορά 2. κατάσταση αναρχίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zorbalik] … Dictionary of Greek